- όρφιος
- ὄρφιος, -ία, -ον (Α) [ορφός]1. παρασκευασμένος από ορφό2. το ουδ. ως ουσ. τo ὄρφιονμικρός ορφός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρφίῳ — ὄρφιος made of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)